ὁπλιταγωγός

ὁπλιταγωγός
ὁπλῑταγωγός , ὁπλιταγωγός
carrying the heavy-armed
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • οπλιταγωγός — ό (Α ὁπλιταγωγός, όν) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το οπλιταγωγό βοηθητικό πλοίο τού πολεμικού ναυτικού ειδικά κατασκευασμένο ή μετασκευασμένο για μεταφορά στρατευμάτων αρχ. αυτός που χρησιμεύει στη μεταφορά οπλιτών («τριήρεσι... ὧν ἔσεσθαι… …   Dictionary of Greek

  • οπλιταγωγώ — ὁπλιταγωγῶ, έω (Μ) [οπλιταγωγός] μεταφέρω οπλίτες …   Dictionary of Greek

  • ὁπλιταγωγοῖς — ὁπλῑταγωγοῖς , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλιταγωγοί — ὁπλῑταγωγοί , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ὁπλιταγωγούς — ὁπλῑταγωγούς , ὁπλιταγωγός carrying the heavy armed masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”